κηδευτής

κηδευτής
κηδευτής
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κηδευτής — κηδευτής, ὁ (Α) [κηδεύω] αυτός που φροντίζει για κάποιον ή για κάτι, κηδεμόνας …   Dictionary of Greek

  • κηδεύτρια — κηδεύτρια, ἡ (Μ) [κηδεύω] (θηλ. τού κηδευτής) αυτή που φροντίζει για την κηδεία …   Dictionary of Greek

  • κτεριστής — κτεριστής, ὁ (Α) [κτερίζω] αυτός που φρόντιζε τα σχετικά με την ταφή νεκρού, ενταφιαστής, κηδευτής …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”